Εισαγωγικό
σημείωμα του συντάκτη της ανάρτησης
Η
παρούσα μελέτη εκπονήθηκε από τον Ευτύχη Φυτράκη με αφορμή την υπ’ αριθμ. 429/2021
απόφαση του Αρείου Πάγου. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορά την άρση της δικαστικής
συμπαράστασης, δηλαδή υπόθεση κρίσιμη για την προσωπική κατάσταση του ανθρώπου.
Ωστόσο η αρεοπαγιτική απόφαση, η οποία στηρίζεται στο ότι: «η ψυχική υγεία του
αιτούντος έχει μεν βελτιωθεί σημαντικά, πλην όμως δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως»
-και γι' αυτό απορρίπτει την αίτηση άρσης της δικαστικής συμπαράστασης, συνιστά δείγμα παρωχημένων προσεγγίσεων της ψυχικής πάθησης, αγνοεί πλήρως τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα
Δικαιώματα των ΑμεΑ αλλά και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Τέλος,
φαίνεται ότι η αρεοπαγιτική απόφαση βλέπει την υπόθεση της άρσης της δικαστικής
συμπαράστασης ως απλή διευθέτηση της περιουσιακής του διαχείρισης.
Συγκεκριμένα,
η ΑΠ 429/2021 αποφάνθηκε τα ακόλουθα: «… το Εφετείο, το οποίο απέρριψε κατ’
ουσία την έφεση του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος, δέχθηκε: Ότι ο
αναιρεσείων, … από τις 3-1-2011, τέθηκε υπό καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής
συμπαράστασης, με την 3763/2013 δικαστική απόφαση, ως πάσχων από
σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, διπολικού τύπου και αδυνατών, ως εκ τούτου, να
διαχειρίζεται εν όλω τις υποθέσεις του. Ότι αυτός ήδη παρουσιάζει σημαντική
βελτίωση και βρίσκεται σε διεργασία ανάρρωσης, η αποκατάσταση της υγείας
του, όμως, εξαρτάται από τη συνεπή λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, η οποία
χορηγείται ανελλιπώς στον ελεγχόμενο χώρο της κράτησής του, δεν διασφαλίζεται
όμως, υπό καθεστώς ελευθερίας, έστω και περιορισμένης χρονικά (στην περίπτωση
χορηγήσεως αδειών), λόγω της εμμένουσας παρανοϊκότητας, από την οποία πάσχει
και λαμβανομένου υπόψη ότι στο παρελθόν είχε υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή,
πλην όμως, τη διέκοπτε με αρνητικά αποτελέσματα. Ότι, με τα δεδομένα αυτά, δεν
εξέλιπαν οι λόγοι, που προκάλεσαν τη θέση η σοβαρή ψυχική διαταραχή του
αναιρεσείοντος βελτιώνεται μεν, δεν έχει, όμως, αποκατασταθεί σε τέτοιο
βαθμό, ώστε να έχει τη δυνατότητα της αυτοδιαχείρισης, για την προστασία του
ίδιου και των τρίτων, των μετ' αυτού συναλλαχθησομένων.. Έτσι, όπως έκρινε το
Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν εξίσωσε την πάθηση του
αναιρεσείοντος με τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, αλλά
δέχθηκε ότι η στέρηση αυτή είναι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, απόλυτα επιβεβλημένη,
λόγω της κατάστασης της ψυχικής του αποκατασταθεί, με γνώμονα το ασφάλεια των
συναλλαγών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις
…».
Η ΜΕΛΕΤΗ
Προστασία και αυτονομία στη δικαστική συμπαράσταση
(Με αφορμή την ΑΠ 429/2021)**
Δ.Ν., Δικηγόρος
* Δημοσιεύεται σ’ αυτό το
τεύχος, σ. 767. ΕλλΔνη 3/2022 (63)
Ι.
Εισαγωγή
Ο
θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης είναι πλέον 25 ετών. Παρ’ ότι, με το ν.
2447/1996, δομήθηκε σε σύγχρονες βάσεις, παρουσιάζει στην εφαρμογή του σοβαρές
αδυναμίες. Οι προσδοκίες, με τις οποίες συνδέθηκε η θεσμοθέτησή του, δεν
επαληθεύτηκαν, ενώ και οι θεσμοί που θα συνόδευαν την λειτουργία του δεν
δημιουργήθηκαν. Βέβαια, σε διεθνές επίπεδο υπάρχουν πολλά παραδείγματα κακής
λειτουργίας ή κατάχρησης αυτών των θεσμών
ενώ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕυρΔΔΑ)
διαθέτει πλέον μια ολόκληρη νομολογία που αφορά την δικαιική θέση και τη
δικαιοπρακτική ικανότητα των ατόμων με ψυχική διαταραχή. Αυτές οι καταχρήσεις,
από τη μια πλευρά, και η υιοθέτηση το 2006 από τον ΟΗΕ της Σύμβασης για τα
Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (ΑμεΑ), από την άλλη, έχουν πυροδοτήσει, τα
τελευταία χρόνια, μια εκτενή, και ενίοτε πολύ ζωηρή, νομική συζήτηση, σε
παγκόσμια μάλιστα κλίμακα. Κεντρικά σημεία της συζήτησης αυτής είναι η αφαίρεση
ή ο περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας και η εφαρμογή προστατευτικών
μέτρων, όπως η δική μας δικαστική συμπαράσταση, σε άτομα με αναπηρία, ιδίως δε
σε άτομα με ψυχική αναπηρία. Συνολικά, το δίκαιο προστασίας των (ενήλικων)
προσώπων δέχεται έντονη κριτική από την οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ τα εθνικά συστήματα
κηδεμονίας/επιμέλειας/επιτροπείας ή δικαστικής συμπαράστασης, σε πλειάδα χωρών
επικρίνονται για παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των
δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Το
σύστημα προστασίας προσώπων του Αστικού Κώδικα αναμορφώθηκε πλήρως, το 1996, με
την αντικατάσταση της δικαστικής αντίληψης και απαγόρευσης από το θεσμό της
δικαστικής συμπαράστασης. Σύμφωνα με το άρθ. 1666 ΑΚ «[σ]ε δικαστική
συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. Όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής
διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει
μόνος για τις υποθέσεις του». Η υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική
συμπαράσταση δεν είναι προσωρινή· μάλιστα δεν μπορεί να έχει καθορισμένη
διάρκεια, ακόμα και αν ο λόγος που την δικαιολογεί είναι προσωρινός. Δεν
ορίζεται δηλ. χρονικά με βάση π.χ. τη διάρκεια ενός ψυχωσικού επεισοδίου ούτε
όμως και με ορίζοντα την ολοκλήρωση ορισμένης δικαιοπραξίας. Η λήξη της μπορεί
να επέλθει είτε αυτοδικαίως, είτε με νέα δικαστική απόφαση με τις ίδιες
διατυπώσεις δημοσιότητας. Έτσι, σύμφωνα με το άρθ. 1685 § 1 ΑΚ «[α]ν έλειψαν
οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του
δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και
αυτεπαγγέλτως.» Σε προηγούμενο στάδιο, προβλέπεται η δυνατότητα άρσης της
προσωρινής δικαστικής συμπαράστασης «αν ο συμπαραστατούμενος δεν έχει πλέον
ανάγκη αυτού του μέτρου» (άρθ. 1673 ΑΚ). Τέλος, εκτός από την άρση προβλέπεται
και η δυνατότητα τροποποίησης του είδους ή της έκτασης της δικαστικής συμπαράστασης
(άρθ. 1677 ΑΚ). Φαίνεται λοιπόν ότι, κατ’ αρχήν πάντως, καλύπτεται τόσο η
επιβολή όσο και η διατήρηση της δικαστικής συμπαράστασης από εγγυήσεις διαρκούς
αναγκαιότητας και καταλληλότητας.
Κρίσιμη,
για το θεσμό της δικαστικής συμπαράστασης, εξέλιξη αποτέλεσε, τα τελευταία
χρόνια, η Διεθνής Σύμβαση για τα δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (στο εξής:
ΔΣΑμεΑ), που κυρώθηκε στη χώρα μας με το ν. 4074/2012. Η Σύμβαση αυτή, η οποία
διαθέτει βάσει του άρθ. 28 § 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ, έθεσε σε
νέες βάσεις τη δικαιοπρακτική ικανότητα των ΑμεΑ. Αναπόφευκτα γεννώνται σοβαρά
ζητήματα συμβατότητας της εσωτερικής μας νομοθεσίας, εν προκειμένω του Αστικού
Κώδικα, με τις πρόνοιες της Σύμβασης. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν το ελληνικό
δίκαιο, σε νομοθετικό και νομολογιακό επίπεδο, εγγυάται, σήμερα, επαρκώς το
δικαίωμα του προσωπικού αυτοκαθορισμού, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο διεθνές και
ευρωπαϊκό θεσμικό στερέωμα.
Οι
προϋποθέσεις και η διαδικασία υποβολής ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση
έχουν αποτελέσει αντικείμενο ενδελεχούς επιστημονικής επεξεργασίας και
νομολογιακής οριοθέτησης. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως με την άρση της δικαστικής
συμπαράστασης, η οποία παραμένει, εν πολλοίς, νομική terra incognita. Ωστόσο η
άρση της δικαστικής συμπαράστασης είναι εξίσου σημαντική με την κήρυξή της,
καθώς αφορά τη διάρκειά της και έτσι επιβεβαιώνει (ή διαψεύδει) τα βασικά
χαρακτηριστικά του θεσμού. Απομένει, λοιπόν, να εξετάσουμε αν η νομοθεσία, αλλά
και η εφαρμογή της, διασφαλίζουν το επίπεδο εγγυήσεων του ατόμου κατά τη
στέρηση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, για το οποίο δεσμεύεται η χώρα μας.
Μια τέτοια ευκαιρία μιας δίνει η απόφαση ΑΠ 429/2021.
Στην
προκειμένη περίπτωση, με αίτησή τους ο συμπαραστατούμενος αλλά και η δικαστική
του συμπαραστάτρια ζήτησαν την άρση της πλήρους στερητικής δικαστικής
συμπαράστασης, στην οποία είχε υποβληθεί το πρόσωπο. Η πρωτόδικη απόφαση
απέρριψε το αίτημά για άρση της δικαστικής συμπαράστασης, το δικαστήριο όμως,
ενεργώντας αυτεπαγγέλτως (κατ’ άρθ. 1677 ΑΚ), αντικατέστησε αυτήν με πλήρη
επικουρική. Το Εφετείο, εν συνεχεία, απέρριψε στο σύνολό της την έφεση του
αιτούντος, θεωρώντας ότι ο συμπαραστατούμενος δεν είχε θεραπευτεί πλήρως ούτε
προέκυπτε, μετά βεβαιότητας, ότι η ψυχική υγεία του είχε σταθερά και μόνιμα
αποκατασταθεί ώστε να αποκλείεται η επιδείνωσή της στο μέλλον. Ο Άρειος Πάγος
επικύρωσε την εφετειακή απόφαση, απορρίπτοντας τους αναιρετικούς λόγους της
παράβασης νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης. Αξίζει λοιπόν να αξιολογήσουμε
προσεκτικά την κρίση αυτή του Ακυρωτικού μας, αφού όμως πρώτα δούμε τις παραμέτρους
που ορίζουν την κήρυξη αλλά και την άρση της δικαστικής συμπαράστασης.
ΙΙ.
Η δικαιοπρακτική ικανότητα ως καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα
Η
προσωπική ελευθερία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθ. 5 § 1 Συντ., ως δικαίωμα στην
ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την συμμετοχή στην κοινωνική,
οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, σε συνδυασμό με το άρθ. 2 Συντ., που
προστατεύει την «αξία του ανθρώπου», συγκροτούν το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού
(Selbstbestimmungsrecht). Εδώ εντάσσεται η διατήρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητάς
του ατόμου με (ψυχική ή σωματική) αναπηρία, καθώς συνιστά εγγύηση σεβασμού στην
προσωπικότητά του.
Ειδικότερη
έκφραση του δικαιώματος αυτού απαντάται στο άρθ. 21 § 6 Συντ. στο οποίο
κατοχυρώνεται το δικαίωμα συμμετοχής των ΑμεΑ στην «κοινωνική, οικονομική και
πολιτική ζωή της χώρας» αλλά και στο άρθ. 26 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) όπου αναγνωρίζεται το δικαίωμα (των ΑμεΑ) στην
«κοινωνική και επαγγελματική ένταξη αλλά και τη συμμετοχή στον κοινοτικό βίο».
Όμως, αυτή η συμμετοχή πραγματώνεται μόνο μέσα από την άσκηση της
δικαιοπρακτικής ικανότητας. Ακόμα και η ελάχιστη κοινωνικότητα συνδέεται μ’ ένα
πλήθος δικαιοπραξιών. Συνεπώς, μόνη η αναπηρία ενός προσώπου δεν μπορεί να
αποτελεί λόγο για την (άμεση ή έμμεση) στέρηση της δικαιοπρακτικής του ικανότητας,
με τη θέση του σε δικαστική συμπαράσταση ή την ακύρωση των δικαιοπραξιών που
αυτό έχει καταρτίσει. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε απαγορευμένη διάκριση λόγω
αναπηρίας.
Σύμφωνα
με το άρθ. 127 ΑΚ «όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του
(ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία». Ο Αστικός Κώδικας θέτει, απλώς,
ένα γενικό κατώτατο όριο πνευματικής ωριμότητας (18ο έτος) ενώ, πέραν αυτού,
ισχύει ότι κάθε (ενήλικος) άνθρωπος διαθέτει δικαιοπρακτική ικανότητα.
Παραπέρα, η αρχή της αναλογικότητας αλλά και της ιδιωτικής αυτονομίας
επιβάλλουν την οριοθέτηση της δικαιοπρακτικής ανικανότητας μόνο σε συγκεκριμένο
πεδίο , όπου δηλ. διαπιστώνεται ανάγκη προστασίας του ατόμου. Συνεπώς, όπως γίνεται
δεκτό , η δικαιοπρακτική ικανότητα αποτελεί τον κανόνα, ενώ η ανικανότητα την
ειδικώς καθορισμένη εξαίρεση, η οποία απαιτεί ξεχωριστές διαδικαστικές
εγγυήσεις και ειδική αιτιολογία. Η θέση αυτή οδηγεί στην ερμηνευτική παραδοχή
ότι κάθε σχετική διάταξη, που την ορίζει ως εξαίρεση, (πρέπει να) ερμηνεύεται
στενά/συσταλτικά ενώ κάθε αμφιβολία
οδηγεί στον κανόνα. Στην ίδια κατεύθυνση τείνει και η αρχή του συνταγματικού
(και όχι μόνο) δικαίου “in dubio pro libertate”, η οποία εφαρμόζεται εν
προκειμένω. Από την άλλη πλευρά, όμως στο πεδίο του αστικού δικαίου
υποστηρίζεται ότι η δικαιοπρακτική ικανότητα απονέμεται μόνο σ’ αυτούς που
μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν κατάλληλα, απονέμεται δηλ. επιλεκτικά. Η θέση
αυτή προκαλεί, σίγουρα, έντονο προβληματισμό.
Τα
τελευταία χρόνια, ιδίως υπό το φως της ΔΣΔ- ΑμεΑ, η δικαιοπρακτική ικανότητα
αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα. Βέβαια, η αναγνώριση της ικανότητας
δικαίου ήταν διασφαλισμένη για κάθε πρόσωπο, χωρίς καμιά εξαίρεση, τόσο σε
επίπεδο διεθνούς όσο και σε επίπεδο
εσωτερικού δικαίου . Τη θέση αυτή επαναλαμβάνει και η ΔΣΔΑμεΑ για την ικανότητα
δικαίου (άρθ. 12 § 1), κάνοντας, όμως, ένα ακόμα -τολμηρό- βήμα: Αναγνωρίζει
τον καθολικό χαρακτήρα της δικαιοπρακτικής ικανότητας (άρθ. 12 § 2), καθώς η
τελευταία αποδίδεται σε όλους. Διαφοροποίηση υπάρχει μόνο στον τρόπο άσκησης
(του δικαιώματος) της δικαιοπρακτικής ικανότητας (βαθμίδες υποστήριξης) και όχι
στην απόδοσή του. Η ΔΣΔΑμεΑ υπερβαίνει το δυαδικό σχήμα (dualistic model) «ικανότητα
- ανικανότητα» του προσώπου και στη θέση του υιοθετεί το σύστημα της υποστηριζόμενης
λήψης αποφάσεων, το οποίο βασίζεται στην αρχή της ισότητας, της αυτονομίας και
του αυτοπροσδιορισμού των ΑμεΑ.
Ειδικότερα,
η Σύμβαση, στο άρθ. 12, αναγνωρίζει ότι «τα άτομα με αναπηρίες απολαύουν την
ικανότητα για δικαιοπραξία σε ίση βάση με τους άλλους σε όλες τις πτυχές της
ζωής» (§ 2) ενώ παράλληλα κατοχυρώνει το «ίσο δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες
... να ελέγχουν τις οικονομικές υποθέσεις τους» (§ 5). Παράλληλά, όμως,
αναγνωρίζεται το δικαίωμα των ΑμεΑ να υποστηρίζονται στην άσκηση της δικαιοπρακτικής
τους ικανότητας (§ 3) ενώ παρέχονται εγγυήσεις για την αποφυγή καταχρήσεων,
κατά τη λήψη και εφαρμογή προστατευτικών μέτρων (§ 4). Ιδιαίτερη σημασία για
την άρση της δικαστικής συμπαράστασης έχει η επιταγή της Σύμβασης (άρθ. 12 § 4)
προς τα κράτη ως προς την εφαρμογή των μέτρων προστασίας «για το συντομότερο
δυνατό χρονικό διάστημα». Επιπλέον αυτά τα μέτρα πρέπει, κατά την ίδια διάταξη,
να «υπόκεινται σε τακτικό έλεγχο από αρμόδια, ανεξάρτητη και αμερόληπτη αρχή ή
δικαστικό όργανο».
ΙΙΙ.
Σκοπός και συνέπειες της δικαστικής συμπαράστασης
Η
δικαστική συμπαράσταση είναι προστατευτικός θεσμός του αστικού δικαίου, ειδικά
διαμορφωμένος για την προάσπιση των συμφερόντων των προσώπων που το έχουν
ανάγκη. Είναι δηλ. ξεκάθαρο, εξ αρχής, ότι πρόκειται για μηχανισμό προστασίας
και όχι υποστήριξης του ατόμου. Οντολογικά, όμως, ορίζεται ως «η στέρηση ή ο
περιορισμός με δικαστική απόφαση της δικαιοπρακτικής ικανότητας ενήλικων
προσώπων [.]». Το κύριο δηλ. στοιχείο του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης
είναι η συνέπεια που αυτός επιφέρει στο πρόσωπο του συμπαραστατούμενου. Αυτό, λοιπόν,
που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι τι «στερεί» από το πρόσωπο ο θεσμός και όχι τι
του προσφέρει. Ως εκ τούτου, η δικαστική συμπαράσταση συνιστά μια σοβαρή
επέμβαση στην προσωπικότητα του ατόμου
αφού μπορεί να πραγματώσει αλλά και να διακινδυνεύσει την ελευθερία του
συμπαραστατούμενου .
Στην
επιστήμη διατυπώνονται απόψεις που επισημαίνουν το στοιχείο της προστασίας του
προσώπου ή τονίζουν τη «γενική αρχή του
σεβασμού της προσωπικότητας» του
συμπαραστατούμενου και, τέλος, απόψεις περισσότερο συνθετικές, που βλέπουν στη δικαστική
συμπαράσταση τόσο την αυτονομία του προσώπου όσο και την ασφάλεια των
συναλλαγών. Τόσο όμως η θεωρία όσο και η νομολογία, για τη δικαστική
συμπαράσταση, ενώ επισημαίνουν τον ισχυρό ρόλο της ασφάλειας των συναλλαγών,
ταυτόχρονα υποβαθμίζουν την ανάγκη προστασίας της αυτονομίας του προσώπου και,
εν γένει, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Αντιμετωπίζεται δηλ. η στέρηση της
δικαιοπρακτικής ικανότητας περίπου ως μια τεχνική διαρρύθμιση για την «καλή»
λειτουργία της αγοράς και των συναλλαγών εν γένει. Υποτιμάται έτσι η καίρια παρέμβαση,
της δικαστικής συμπαράστασης, στην προσωπική ελευθερία του ατόμου, διά του
περιορισμού ή της στέρησης της δικαιοπρακτικής ικανότητας.
Ο
ελληνικός Αστικός Κώδικας συνδέει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική
συμπαράσταση με την αυτοδίκαιη αφαίρεση ή τον περιορισμό της δικαιοπρακτικής
του ικανότητας (άρθ. 1676 ΑΚ σε συνδ. με άρθ. 128 και 129 ΑΚ). Αντίθετα, στο
Γερμανικό δίκαιο η επιβολή «επιμέλειας» (Betreuung) δεν συνδέεται με τη στέρηση
της δικαιοπρακτικής ικανότητας αλλά, μόνο υπό όρους, με τον οριακό περιορισμό
της, εφόσον αποφασίσει ειδικά γι’ αυτό το Δικαστήριο. Με την αφαίρεση ή τον
περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας, το άτομο τίθεται στο περιθώριο της κοινωνικής,
οικονομικής και πολιτικής ζωής, αφού αναιρείται ή περιορίζεται η θεμελιώδης
δυνατότητά του να δια-μορφώνει την προσωπική του ζωή, τις έννομες σχέσεις του
αλλά και την πολιτική του ταυτότητα. Πρόκειται δηλ. για μια καίρια παρέμβαση
στην προσωπική ελευθερία, την ισότητα αλλά και στο δικαίωμα σεβασμού της
ιδιωτικής ζωής, κατά την έννοια του άρθ. 8 ΕΣΔΑ. Εξάλλου, σε περίπτωση πλήρους
στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, το πρόσωπο στερείται το σημαντικότερο
πολιτικό δικαίωμα, δηλ. το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι (άρθ. 51 § 3
εδ. β' Συντ.). Η επέμβαση αυτή προσιδιάζει στον (φυσικό) εγκλεισμό, καθώς το
άτομο τίθεται σε κατάσταση ετεροκαθορισμού: απομονώνεται από τις επαφές του και
τη διάδραση με άλλα άτομα, ή θυμίζει -τρόπον τινά- τον «πολιτικό θάνατο» καθώς το άτομο γίνεται αόρατο (ή ανύπαρκτο)
για την έννομη τάξη. Επιπλέον, όμως, η αφαίρεση ή ο περιορισμός της
δικαιοπρακτικής ικανότητας επηρεάζει αρνητικά την ψυχική υγεία του ατόμου, αφού
αυτό δεν (δύναται να) κάνει επιλογές, και, επομένως, δεν αναλαμβάνει ευθύνη.
Μια τέτοια κατάσταση όμως αντιμάχεται την προσπάθεια ψυχοκοινωνικής
αποκατάστασης, μέσω της προοδευτικής αυτονομίας των ψυχικά ασθενών και της
ανάληψης απ’ αυτούς της ευθύνης των υποθέσεών τους.
Για
τους παραπάνω λόγους, γίνεται δεκτό ότι τα προστατευτικά μέτρα πρέπει να
συνοδεύονται από ένα πλαίσιο αρχών, όπως είναι η αναγκαιότητα, η επικουρικότητα και η αναλογικότητα, και διαδικαστικών εγγυήσεων. Δοθέντος μάλιστα
ότι η στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας συνιστά (άμεσα) ή προκαλεί (έμμεσα)
περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ισχύει εν προκειμένω η διάταξη
του άρθ. 25 § 1 Συντ. σύμφωνα με την οποία “[ο]ι κάθε είδους περιορισμοί [..]
πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Την αρχή της αναλογικότητας,
άλλωστε, υπηρετεί η διαβάθμιση των τεσσάρων μορφών δικαστικής συμπαράστασης που
προβλέπει το αστικό μας δίκαιο (στερητική - επικουρική, πλήρης - μερική) και
των δυνατών συνδυασμών αυτών από τον Δικαστή.
Από
τα παραπάνω αλλά και τη γενική αρχή “in dubio pro libertate” συνάγεται ότι
απλές αμφιβολίες ή έλλειψη βεβαιότητας (για την ψυχική υγεία ενός προσώπου ή
την ικανότητα αυτοφροντίδας του) δεν αρκούν για την υποβολή ή τη διατήρηση ενός
προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση. Επομένως, στην περίπτωση αίτησης άρσης της
δικαστικής συμπαράστασης δεν μπορεί η έλλειψη βεβαιότητας για την θεραπεία ή
την αποκατάστασή του προσώπου να οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης και άρα να
δικαιολογήσει τη διατήρησή της. Άλλωστε η «βεβαιότητα» στην ιατρική επιστήμη
και η «πλήρης ίαση» στην ψυχιατρική είναι έννοιες που σπάνια χρησιμοποιούνται,
ιδίως όσον αφορά την πρόβλεψη για την εξέλιξη της υγείας ενός προσώπου.
IV. Οι προϋποθέσεις υποβολής ενός προσώπου σε
δικαστική συμπαράσταση
Σύμφωνα
με το άρθ. 1666 § 1 ΑΚ για να υποβληθεί ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση
θα πρέπει αυτό: i). να μην μπορεί, εν όλω ή εν μέρει, να φροντίζει μόνο του για
τις υποθέσεις του, ii), η αδυναμία αυτή να οφείλεται μ. ά. σε ψυχική ή
διανοητική διαταραχή ή σωματική αναπηρία. Οι προϋποθέσεις του νόμου ορίζονται
περιοριστικά, και όχι ενδεικτικά, και πρέπει να ερμηνεύονται στενά .
Τέσσερα
στοιχεία είναι, εν προκειμένω, αναγκαία για την κήρυξη της δικαστικής
συμπαράστασης: Ψυχική ή διανοητική διαταραχή του συμπαραστατέου (α), αδυναμία
αυτοφροντίδας του συμπαραστατέου (β), αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ διαταραχής και
αδυναμίας αυτοφροντίδας (γ), και, τέλος, η δικαστική συμπαράσταση να είναι
αναγκαίο, ανάλογο και έσχατο μέσο (δ).
α).
Ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Πρόκειται για νομικό όρο που εντοπίζεται στο
άρθ. 1666 ΑΚ για τη δικαστική
συμπαράσταση και πρέπει, όπως και η αδυναμία φροντίδας των υποθέσεων του
προσώπου, να συντρέχουν κατά το χρόνο της αίτησης αλλά και της δικαστικής
απόφασης. Δεν μπορεί δηλ. να πιθανολογούνται για το μέλλον, χωρίς να συντρέχουν
στο παρόν. Εν- νοιολογικά συμπίπτει, κατά περιεχόμενο, με την ψυχική νόσο και,
ως εκ τούτου, προσδιορίζεται με τη συνδρομή της ψυχιατρικής. Βέβαια, στη
σύγχρονη ψυχιατρική δεν γίνεται πλέον αναφορά σε νόσους ή ασθένειες αλλά,
σχεδόν αποκλειστικά, σε «ψυχικές διαταραχές» (mental disorders). Νομολογιακά
γίνεται δεκτό ότι «οι ασθένειες ... που
μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοια δια ταραχή κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας
είναι οι γνήσιες ψυχώσεις» ενώ συχνά αναφέρονται και οι οργανοψυχικές παθήσεις
του εγκεφάλου (ορθότερα: οργανικά ψυχοσύνδρομα). Η ψυχική ή διανοητική
διαταραχή μπορεί να είναι μόνιμη ή παροδική. Γι’ αυτό δεν είναι κρίσιμη, από
μόνη της, η ψυχική ή διανοητική διαταραχή αλλά οφείλει κανείς να συνεκτιμά και
το κλινικό εύρημα και την επίδρασή του στη διανοητική ικανότητα του προσώπου.
Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι το διαρκές (μόνιμο) της νόσου δεν ταυτίζεται με
το ανίατο αυτής και αντίστροφα. Γι’ αυτό προτείνεται ως ορθότερη η διάκριση
μεταξύ ιάσιμων και ανίατων ψυχικών νόσων, εντάσσοντας στις πρώτες κάθε νόσο που
επιδέχεται θεραπεία, βελτίωση ή έχει περιοδικό χαρακτήρα ή υποχωρούν τα
συμπτώματά της. Εδώ ανήκει και η σχιζοφρένεια αφού, άλλωστε, είναι γνωστή η
φράση των ψυχιάτρων ότι «η σχιζοφρένεια και αν δεν θεραπεύεται,
αντιμετωπίζεται». Σ’ αυτό το πνεύμα έχει σωστά κριθεί ότι εφόσον ορισμένη ψυχική διαταραχή
«αντιμετωπίζεται επιτυχώς με ψυχοθεραπεία και φαρμακοθεραπεία», δεν συντρέχει
περίπτωση κήρυξης δικαστικής συμπαράστασης. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι,
εφόσον η «ψυχική ή διανοητική διαταραχή» συνιστά νομική έννοια, ο Άρειος Πάγος
ελέγχει αναιρετικά την ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που έχει
δεχθεί το δικαστήριο της ουσίας, στην επίμαχη έννοια.
β).
Αδυναμία αυτοφροντίδας. Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή για να θεμελιώσει λόγο
υποβολής του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση θα πρέπει να επιφέρει σ’ αυτό
αδυναμία αυτοφροντίδας. Η θέση αυτή δεν ήταν πάντα δεδομένη. Αντίθετα, για
πολλές δεκαετίες κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η ψυχική δια-ταραχή, χωρίς
περαιτέρω διακρίσεις, οδηγεί σε απώλεια της ικανότητας λήψης αποφάσεων και, ως
εκ τούτου, της δικαιοπρακτικής ικανότητας.
Ο
λόγος υποβολής ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση δεν είναι η πάθηση, η
αναπηρία κ.λπ. αλλά η αδυναμία φροντίδας των υποθέσεων του εαυτού του, εξαιτίας
ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται «συμπαράσταση»
και όχι γιατί είναι ασθενής ή ανάπηρος. Η αδυναμία φροντίδας κρίνεται
αντικειμενικά, δηλ. με βάση τις «υποθέσεις» του ενηλίκου· αν αυτή αφορά
ορισμένες μόνο, θα επιλεγεί η μερική δικαστική συμπαράσταση μόνο γι’ αυτές, ενώ
αν δεν υπάρχουν τέτοιες, δεν δικαιολογείται η επιβολή της.
Στην
ψυχιατρική παρατηρείται ότι μόνο το 1/3
των ασθενών με σχιζοφρένεια εμφανίζει κοινωνική και επαγγελματική έκπτωση,
χάνει την αυτονομία του και χρήζει συνεχούς υποστήριξης. Ένα άλλο 1/3, αν και
έχει συμπτώματα, είναι λειτουργικό, μέσα σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Τέλος,
το υπόλοιπο 1/3 ζει μια φυσιολογική ζωή. Συνεπώς, η διάγνωση σχιζοφρένειας στο
άτομο, όπως δεν συνεπάγεται, άνευ άλλου τινός, ανικανότητα για καταλογισμό ,
έτσι δεν συνέχεται αυτόματα και με αδυναμία αυτοφροντίδας.
Με
βάση τα παραπάνω, η νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική, η διαμονή σε Μονάδα
Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης ή ακόμα και η πιστοποίηση βαριάς αναπηρίας δεν
συνιστούν, άνευ ετέρου, επαρκή λόγο για την κήρυξη δικαστικής συμπαράστασης. Η
ύπαρξη διαταραχής δε συνεπάγεται (άνευ άλλου τινός) αδυναμία φροντίδας των
υποθέσεων· αντίστροφα, η μη θεραπεία/ίαση δεν σημαίνει ότι το άτομο συνεχίζει
να αδυνατεί να φροντίσει τις υποθέσεις του. Έτσι αποτελεί απολύτως κρατούσα
θέση στη θεωρία και τη νομολογία ότι η ψυχική ή διανοητική διαταραχή δεν αρκεί
για τη θέση του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση αν δεν το εμποδίζει στην
αυτοφροντίδα του. Δεν έχει, λοιπόν, αποφασιστική σημασία το είδος, η κατηγορία
ούτε καν η ένταση της ψυχικής διαταραχής, από την οποία πάσχει, το πρόσωπο αλλά
μόνο «το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και δη της στερήσεως ... της βουλήσεώς» ώστε το πρόσωπο να «αδυνατεί εν όλω ή εν
μέρει να φροντίζει μόνο για τις υποθέσεις του». Συνεπώς «το κριτήριο δεν είναι
απλά η διάγνωση, αλλά η λειτουργικότητα και ο βαθμός αυτονομίας του ατόμου». Η
χαμηλή λειτουργικότητα είναι εκείνη που δικαιολογεί, υπό όρους, τη
«συμπαράσταση» και όχι η ασθένεια ή η αναπηρία. Με διαφορετικά λόγια: σε δικαστική
συμπαράσταση υποβάλλεται κανείς γι’ αυτό που δεν μπορεί να κάνει, και όχι γι’
αυτό που είναι.
Συνάγεται
λοιπόν απ’ όλα τα παραπάνω ότι αν ένα πρόσωπο βρίσκεται «σε ψυχική και
διανοητική κατάσταση που του επιτρέπει να δηλώνει έγκυρα τη βούλησή του, για
τη διαχείριση των υποθέσεων του και να επιμελείται του εαυτού του και της
περιουσίας του» τότε δεν συγχωρείται η υποβολή του σε δικαστική
συμπαράσταση ή η διατήρηση αυτής, εφόσον
έχει επιβληθεί.
Βέβαια,
το μέτρο της ικανότητας διαχείρισης των ιδίων υποθέσεων δεν είναι στατικό, ούτε
πολύ περισσότερο η εκτίμησή του μπορεί να είναι δυϊστική, αφού επιδέχεται
διαβαθμίσεων αλλά και διακυμάνσεων στο χρόνο, στο πλαίσιο, στη θεματολογία.
γ).
Η σχέση αιτίου αιτιατού. Ο συμπαραστατέος, μας λέει το άρθ. 1666 ΑΚ, αδυνατεί
να φροντίζει τις υποθέσεις του «λόγω» της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής
του. Απαιτείται δηλ. αιτιώδης σύνδεσμος/ συνάφεια ανάμεσα στην ψυχική ή
διανοητική διαταραχή και την αδυναμία φροντίδας των ιδίων υποθέσεων (σχέση
αιτίου - αποτελέσματος). Συνεπώς, αν η αδυναμία αυτοφροντίδας οφείλεται σε
άλλους λόγους (π.χ. ιδεολογίας, θρησκείας), τότε δεν συντρέχει η προϋπόθεση που
απαιτεί ο νόμος για την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση. Μένει
βέβαια ανοικτή η δεύτερη, ιδιαίτερα προβληματική, περίπτωση επιβολής της
δικαστικής συμπαράστασης λόγω «ασωτίας» του προσώπου.
δ).
Αναγκαίο, ανάλογο και έσχατο μέσο. Επειδή η υποβολή του ενηλίκου σε δικαστική
συμπαράσταση λειτουργεί όχι μόνο προστατευτικά αλλά και περιοριστικά στα
δικαιώματά του, θα πρέπει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να επιλέγεται τότε μόνον
όταν είναι «ανάλογη» (άρθ. 25 § 1 Συντ.). Μάλιστα στο πλαίσιο της ΔΣ- ΔΑμεΑ, η
στάθμιση ανάμεσα στην προστασία και την αυτονομία, των ατόμων με αναπηρίες,
είναι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνεται σε συγκεκριμένη βάση, χωρίς
προειλημμένες αποφάσεις. Έτσι έχει κριθεί
ότι αν ο συμπαραστατέος είναι «άτομο με ελαφρά νοητική υστέρηση, που
χρειάζεται μεν στήριξη και φροντίδα, είναι όμως σε θέση στοιχειωδώς να
αυτοεξυπηρετηθεί, ενώ αντιλαμβάνεται ικανοποιητικά την πραγματικότητα» δεν
χρειάζεται (προσωρινός) δικαστικός συμπαραστάτης. Θα πρέπει δηλ. στη
συγκεκριμένη περίπτωση το μέτρο της δικαστικής συμπαράστασης να κρίνεται
αναγκαίο αλλά και επιπλέον άλλο μέσο, λιγότερο επαχθές, να μην μπορεί επαρκώς
να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα. Συνεπώς δεν υφίσταται αδυναμία προσωπικής
φροντίδας των υποθέσεων ενός προσώπου, και ως εκ τούτου δεν καθίσταται
αναγκαίος ο ορισμός δικαστικού συμπαραστάτη, στην περίπτωση ύπαρξης, κατά την κρίσιμη
χρονική στιγμή, εναλλακτικής δυνατότητας, π.χ. εκπροσώπηση στις συναλλαγές από
τρίτον μέσω πληρεξουσίου.
Με
βάση, λοιπόν, την αρχή της αναγκαιότητας θα πρέπει να κρίνεται όχι μόνο η
επιβολή (ή όχι) της δικαστικής συμπαράστασης αλλά και η έκταση (πλήρης -
μερική), η βαρύτητα/το είδος (στερητική - επικουρική) καθώς και η διάρκειά της.
Τη θέση αυτή απηχεί η ρύθμιση του άρθ. 1676 § 3 ΑΚ κατά την οποία το δικαστήριο
«επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς..». Θα
πρέπει δηλ., με βάση την αρχή της επικουρικότητας (Subsidiaritatsprinzip), να
εξετάζεται αν είναι δυνατή η αυτόνομη διαχείριση των υποθέσεων του προσώπου με
άλλο, λιγότερο περιοριστικό μέσο. Τα κριτήρια αυτά δεσμεύουν το δικαστή, τόσο
κατά την κρίση της αρχικής αίτησης υποβολής του προσώπου, όσο και μεταγενέστερα
κατά την εκτίμηση αιτήσεων τροποποίησης ή άρσης της ήδη κηρυχθείσας δικαστικής συμπαράστασης.
V. Ψυχική αναπηρία, προστασία και προσωπική
αυτονομία
Όπως
ήδη αναφέρθηκε, η ικανότητα λήψης αποφάσεων δεν εξαρτάται απλά από τη διάγνωση
ή τη θεραπεία ορισμένης ψυχικής διαταραχής αλλά, μεταξύ άλλων, από τη
συγκεκριμένη (ψυχιατρική) αξιολόγηση του προσώπου . Έτσι, αυτή καθ’ αυτή η
ύπαρξη μιας μείζονος ψυχικής διαταραχής δεν συνεπάγεται, αναπόδραστα, ότι το
άτομο αδυνατεί να σχηματίσει και να δηλώσει έγκυρα τη βούλησή του και να
διαχειρίζεται τις υποθέσεις του (προσωπικές και περιουσιακές) ή, με άλλες
λέξεις, να σχηματίζει και να δηλώνει (έγκυρα) τη βούλησή του. Αντίθετα, έχει
φανεί ερευνητικά ότι η ύπαρξη ψυχικής διαταραχής, ακόμα και σοβαρής, μόνο στην
μειονότητα των περιπτώσεων συνοδεύεται από ανικανότητα του προσώπου να λαμβάνει
υπεύθυνες αποφάσεις. Μ’ αυτά τα δεδομένα, γίνεται σήμερα δεκτό στην επιστήμη
της Ψυχιατρικής ένα, κατ’ αρχήν, τεκμήριο ικανότητας ακόμα και για τους
(διαγνωσμένα) ψυχικά ασθενείς. Επομένως, ορθά τονίζεται ότι η γενικευμένη
υποβολή «ψυχικά ασθενών και ψυχικά ή σωματικά αναπήρων σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης,
οδηγεί στην προσβολή των δικαιωμάτων τους, σε διακριτική μεταχείριση και
στιγματισμό».
Οι
ψυχικές διαταραχές στις μέρες μας αντιμετωπίζονται, σε σημαντικό βαθμό με
επιτυχία, από την ψυχιατρική και τις άλλες επιστήμες ψυχικής υγείας. Η παλιά
«ασυλική ψυχιατρική» έχει δώσει τη θέση της, μετά την ψυχιατρική μεταρρύθμιση,
σε μια αντιμετώπιση που δίνει έμφαση στη διαβίωση του προσώπου στην κοινότητα
και την κοινωνικοποίησή του. Αυτό άλλωστε δηλώνει το γνωστό απόφθεγμα του
θεμελιωτή της κοινοτικής ψυχιατρικής στη χώρα μας, καθηγητή Παναγιώτη
Σακελλαρόπουλου: «Δεν αλλάζουμε τη διά-γνωση, αλλάζουμε τη μοίρα του ανθρώπου».
Έτσι επιλέγεται πλέον μια πολύπλευρη αντιμετώπιση, η οποία συνδυάζει την
καθορισμένη φαρμακευτική αγωγή με παρακολούθηση και υποστηριζόμενη διαβίωση, σε
οργανωμένο πλαίσιο (ιδιωτική οικία, προστατευτευμένο διαμέρισμα, ξενώνα,
οικοτροφείο). Μ’ αυτούς τους όρους, το άτομο με ψυχική αναπηρία μπορεί να
απο-λαμβάνει μια φυσιολογική ζωή, να συνάπτει κοινωνικές σχέσεις και να
συμμετέχει στις συναλλαγές με υπευθυνότητα. Επομένως, η ύπαρξη μιας ανίατης,
δηλ. μη εξαλείψιμης, διαρκούς ψυχικής διαταραχής, δεν συνεπάγεται, από μόνη
της, αδυναμία αυτοφροντίδας και δικαιοπρακτική ανικανότητα. Αντίθετα, όταν ο
ψυχικά ασθενής βρεθεί σε κατάλληλο πλαίσιο φροντίδας ψυχικής υγείας, μπορεί
συχνά να εξασφαλίσει ένα υψηλό επίπεδο ποιότητας ζωής, λειτουργικότητας και
κοινωνικής συμμετοχής. Μπορεί, μ’ άλλα λόγια, να διατηρήσει την αυτονομία του.
Η
προσωπική αυτονομία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου το οποίο απορρέει
τόσο από το Σύνταγμα (άρθ. 5) όσο και από την ΕΣΔΑ (άρθ. 5, 8), συνίσταται δε
στην εγκαθίδρυση ενός «αδιάλειπτου δεσμού ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια
σφαίρα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού». Διασφαλίζει δηλ. στο άτομο το δικαίωμα
«να αποφασίζει για τον εαυτό του και να κάνει τις δικές του επιλογές, [καθώς
και] τη δυνατότητα του καθενός να διαμορφώνει τη ζωή του, όπως ο ίδιος το
επιθυμεί» . Εδώ ακριβώς η αυτονομία συναντά την αναπηρία, καθώς η προσωπική αυτονομία
αποτελεί, μαζί με την υποστήριξη, το βασικό στοιχείο στην αντιμετώπιση των
ΑμεΑ, όπως προκύπτει από τη ΔΣΔΑμεΑ . Ρητά άλλωστε η «αυτονομία» κατοχυρώνεται
στο άρθ. 26 ΧΘΔΕΕ ως δικαίωμα των ΑμεΑ και ως δέσμευση για αναγνώριση και
σεβασμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα στο σύστημα του Αστικού Κώδικα, για
την επιβολή της δικαστικής συμπαράστασης, κυριαρχούν οι σκοποί αφενός της
προστασίας των συμφερόντων του προσώπου, αφετέρου της ασφάλειας των συναλλαγών.
Συνεπώς, η δικαστική συμπαράσταση, στο πλαίσιο μιας φιλικής προς τη ΔΣΔΑμεΑ
ερμηνείας, δεν μπορεί παρά να έχει, κατ’ ελάχιστον ως παράλληλο, στόχο την
πλήρη αποκατάσταση του προσώπου στην φροντίδα των υποθέσεών του, δηλ. την
επανάκτηση της αυτονομίας του. Συνακόλουθα, κατά τη λήψη αποφάσεων από τον συμπαραστάτη,
πλάι στο συμφέρον του συμπαραστατούμενου, θα πρέπει να λαμβάνονται πολύ σοβαρά
υπόψη, στο πλαίσιο της αυτονομίας του, η βούληση και οι επιλογές του ατόμου
(άρθ. 12 § 4 της ΔΣΔΑμεΑ).
VI. Η άρση της δικαστικής συμπαράστασης
α).
Γενικό πλαίσιο και προϋποθέσεις. Η δικαστική συμπαράσταση κηρύσσεται, κατ’
αρχήν, για αόριστο χρόνο· δεν είναι όμως, άνευ ετέρου ισόβια αφού μπορεί να
λήξει οποτεδήποτε. Γενικώς, το καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης λήγει,
αυτοδικαίως μεν, με τον θάνατο ή την κήρυξη σε αφάνεια του συμπαραστατούμενου
ή, κατόπιν δικαστικής απόφασης, με την άρση της δικαστικής συμπαράστασης . Η
άρση της δικαστικής συμπαράστασης επιφέρει λήξη, κατάλυση αυτής, με συνέπεια
την επάνοδο του προσώπου στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την κήρυξή της,
από την άποψη της δικαιοπρακτικής ικανότητας και της επιμέλειας.
Η
άρση της δικαστικής συμπαράστασης διαφέρει από την παύση του λειτουργήματος του
δικαστικού συμπαραστάτη, οπότε απλώς αλλάζει το πρόσωπο του συμπαραστάτη, «για
λόγους που τον αφορούν και οδηγούν στον διορισμό νέου». Αλλάζει δηλ. το πρόσωπο
του συμπαραστάτη αλλά δεν επηρεάζεται το καθεστώς του συμπαραστατούμενου.
Το
ΕυρΔΔΑ σε δύο αποφάσεις του κατέστησε
σαφές ότι πρέπει να διατίθεται ένας ανοικτός δρόμος στον συμπαραστατούμενο για
προσφυγή (έφεση, επανεξέταση) κατά του καθεστώτος στο οποίο έχει υποβληθεί,
ιδίως αν δεν προβλέπεται μια τακτική επανεξέταση. Πρέπει δηλ. να υπάρχει μια
«θύρα εξόδου» από τη δικαστική συμπαράσταση. Στα καθ’ ημάς: Κατά το
άρθ. 1685 ΑΚ «αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση
αίρεται[...]». Κάπως διαφορετικά έχουν τα πράγματα για την προσωρινή δικαστική
συμπαράσταση καθώς, σύμφωνα με το άρθ. 1671 ΑΚ, αυτή λήγει «αν ο συμπαραστατέος
δεν έχει πλέον ανάγκη αυτού του μέτρου». Ενδιάμεση περίπτωση, ανάμεσα στη
διατήρηση και την άρση, συνιστά η τροποποίηση του είδους ή της έκτασης της
δικαστικής συμπαράστασης που έχει κηρυχθεί (άρθ. 1677 ΑΚ), ώστε αυτή να
αντιστοιχεί στην παρούσα κατάσταση του συμπαραστατούμενου. Εδώ συναντάμε την
αρχή, ας την πούμε έτσι, της «επικαιρότητας και αντιστοιχίας» ανάμεσα στην
παρούσα κατάσταση του προσώπου και τη μορφή της δικαστικής συμπαράστασης. Αν η
κατάσταση αυτή βελτιωθεί (π.χ. μερική ανάκτηση της ικανότητας αυτοφροντίδας)
τότε το δικαστήριο «και αυτεπάγγελτα» τροποποιεί ανάλογα τη δικαστική
συμπαράσταση.
Οι
«λόγοι» άρσης της δικαστικής συμπαράστασης, όπως παραπάνω παρουσιάστηκαν, δεν αφορούν,
απαραίτητα, την ύπαρξη ή την ανυπαρξία (λόγω ίασης) ορισμένης ψυχικής ή
διανοητικής διαταραχής αλλά μπορούν να περιορίζονται στην, εξ’ αυτών προ-
καλούμενη, αδυναμία ή δυνατότητα αυτοφροντίδας του προσώπου. Εξίσου η δικαστική
συμπαράσταση θα πρέπει να αίρεται αν είναι αχρείαστη (πλέον), εφόσον δηλ. δεν
πληρούται η αρχή της αναγκαιότητας. Το ίδιο συμβαίνει, τέλος, αν οι υποθέσεις
που ανέλαβε ο συμπαραστάτης (: μερική δικαστική συμπαράσταση) δεν υπάρχουν πια
(π.χ. το μοναδικό ακίνητο εκποιήθηκε) .
Ενώ
όμως είναι ξεκάθαρο ότι αν η αδυναμία αυτοφροντίδας του ατόμου παύσει ή
μεταβληθεί σημαντικά, η συμπαράσταση πρέπει να παύσει και αυτή, ενίοτε αυτή η
εξέλιξη (ανάκτηση λειτουργικότητας) ταυτίζεται (έστω και εν είδει παραδείγματος)
με την ίαση/ εξάλειψη της νόσου. Κατ’ αποτέλεσμα, η δικαστική συμπαράσταση,
στην πράξη, είναι «σχεδόν πάντα μόνιμη» αφού «σπάνια» αίρεται. Ωστόσο, όπως
έχει ήδη αναφερθεί, δεν είναι η θεραπεία/ίαση το κρίσιμο μέγεθος για την άρση
της δικαστικής συμπαράστασης, αλλά η δυνατότητα του προσώπου να φροντίζει,
πλέον, μόνο του τις υποθέσεις του. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς τη
θεραπεία ή την εξάλειψη της ψυχικής νόσου, αφού στην ψυχιατρική γίνεται λόγος
για βελτιώσιμες νόσους ή για νόσους τα συμπτώματά των οποίων μπορούν να
υποχωρήσουν ή να αντιμετωπιστούν, τελείως ή σε σημαντικό βαθμό, ώστε να
επιτρέπουν στο άτομο να φροντίζει τον εαυτό του και τις υποθέσεις του. Αυτό
συμβαίνει, σε μεγάλο βαθμό, με τα χρόνια νοσήματα. Συνεπώς, η διατήρηση της
διαταραχής δεν συνδέεται αναπόδραστα με τη διατήρηση της αδυναμίας φροντίδας
των ιδίων υποθέσεων, στοιχείο που είναι όμως απαραίτητο για την υποβολή ή τη
διατήρηση ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, έστω και επικουρική. Ως εκ
τούτου για την άρση δεν απαιτείται να υπάρχει εξάλειψη της διανοητικής ή
ψυχικής διαταραχής, δηλ. αλλαγή της διάγνωσης, αλλά αντιμετώπιση των
συμπτωμάτων της που καταλήγει σε βελτίωση της λειτουργικότητας του ατόμου.
β).
Αρχές για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, υπό το
καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης το πρόσωπο περιορίζεται στο δικαίωμα
συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή. Γι’ αυτό τόσο η επιβολή
όσο και η διάρκειά της τελούν υπό την εγγύηση του κράτους και δικαιολογούνται
όταν αποδεδειγμένα είναι αναγκαίες. Ισχύουν δηλ. όπως προαναφέρθηκε οι αρχές
της αναγκαιότητας και της επικουρικότητας, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο στο
στάδιο της κήρυξης αλλά και στο στάδιο της διατήρησης μέχρι το στάδιο της λήξης
της δικαστικής συμπαράστασης. Μάλιστα η συνέχισή της απαιτεί μια ισοδύναμη
δικαιολόγηση με την αρχική επιβολή της.
Η
δικαστική συμπαράσταση είναι ένας εξαιρετικός θεσμός, καθώς εισάγει απόκλιση
από τον γενικό κανόνα της δικαιοπρακτικής ικανότητας όλων των ενηλίκων, και ως
τέτοιος πρέπει να λειτουργεί. Ως ultima ratio, δικαιολογείται τότε μόνο όταν
συντρέχουν όλες οι αυστηρώς οριζόμενες προϋποθέσεις του νόμου, ενώ μόλις μια
απ’ αυτές πάψει να υπάρχει, επιβάλλεται η άμεση άρση της . Τέλος, η αρχή του
ηπιότερου μέτρου επιβάλλει όχι μόνο την επιλογή του λιγότερο περιοριστικού
τύπου αλλά και τον περιορισμό του χρόνου διάρκειάς του στο απολύτως αναγκαίο.
Τα
μέτρα προστασίας, μας λέει το άρθ. 12 ΔΣΔΑμεΑ, πρέπει να «εφαρμόζονται για το
συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα». Αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές χώρες
(π.χ. Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία) τα προστατευτικά μέτρα έχουν ορισμένη
διάρκεια, κατά κανόνα με ευχέρεια παράτασης του χρόνου ενώ σε άλλες το δικαστήριο έχει δυνατότητα
κατά την επιβολή του μέτρου να ορίσει τη διάρκεια αυτού (π.χ. Ιταλία, Σκωτία,
Φινλανδία). Η χώρα μας, βέβαια, ανήκει στην ομάδα κρατών που δεν προσφέρει
δυνατότητα ορισμού διάρκειας (νομοθετικά ή δικαστικά) της δικαστικής
συμπαράστασης. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, ή μάλλον ιδίως σ’ αυτή την
περίπτωση, είναι σημαντική η επανεξέταση του επιβληθέντος προστατευτικού
μέτρου, με βάση την παρούσα κατάσταση του προσώπου. Δοθέντος, πάντως, ότι στην
Ελλάδα ούτε ορισμένη διάρκεια έχει η δικαστική συμπαράσταση αλλά ούτε και σύστημα
τακτικής επανεξέτασης προβλέπεται, η διαδικασία άρσης (ή τροποποίησής) της
καθίσταται το μοναδικό μέσο ελέγχου της αφαίρεσης της δικαιοπρακτικής
ικανότητας από ενήλικο πρόσωπο. Η σημασία της, ως εκ τούτου, είναι εξόχως
βαρύνουσα.
γ).
Η διαδικασία της άρσης. Για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης απαιτείται η
έκδοση δικαστικής απόφασης, δηλ. η κίνηση μιας δαπανηρής και κοπιώδους
διαδικασίας όπως είναι η προσφυγή στη δικαιοσύνη. «Δικαιολογητικό λόγο» γι’
αυτή την επιλογή «αποτελεί η προστασία του συμπαραστατουμένου και η κατοχύρωση
της ασφάλειας των τρίτων». Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι δεν είναι δυνατή η
ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης δικαστικής συμπαράστασης, κατ’ εφαρμογήν
του άρθ. 758 ΚΠολΔ, «αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες
κάτω από τις οποίες εκδόθησαν».
Υποστηρίζεται,
με αναφορά στο προϊσχύον δίκαιο, ότι και στην περίπτωση της αίτησης άρσης θα
πρέπει να αποδειχθεί πλήρως η νέα κατάσταση στον συμπαραστατούμενο, όπως
ακριβώς είχε συμβεί και με την υποβολή του σ’ αυτήν . Βέβαια, στην πολιτική
δικονομία ισχύει η αρχή ότι ο (κάθε) διάδικος πρέπει να αποδεικνύει τους
ισχυρισμούς του (άρθ. 338 § 1 ΚΠολΔ)· ωστόσο στην εκούσια δικαιοδοσία εφαρμόζεται
το ανακριτικό σύστημα (άρθ. 744 ΚΠολΔ ) ακόμα και στη δευτεροβάθμια διαδικασία, κατ’ απόκλιση από το άρθ. 106 ΚΠολΔ. Στην εκούσια δικαιοδοσία, ειδικότερα,
το Δικαστήριο διαθέτει «ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του
αποδεικτικού υλικού και εξακριβώσεως πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων,
που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης.». Όμως, το ανακριτικό σύστημα δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο αποφασίζει
αυθαίρετα, αλλά ότι μπορεί να αναζητήσει κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, ακόμα
και αν δεν έχει προταθεί από τους διαδίκους, για να εξακριβώσει τα πραγματικά
δεδομένα της υπόθεσης. Πάντως, η εκδοθησόμενη απόφαση πρέπει να είναι
θεμελιωμένη σε αποδείξεις που ετέθησαν υπόψη του δικαστηρίου, με οποιοδήποτε
τρόπο.
Και
στην περίπτωση της άρσης της δικαστικής συμπαράστασης κριτήριο αποτελεί το
συμφέρον (προσωπικό, περιουσιακό ή ηθικό) του συμπαραστατούμενου, όπως ορίζεται
στο άρθ. 1684 ΑΚ, ή κατά τη ΔΣΔΑμεΑ η «βούληση και οι προτιμήσεις» του. Όλες
οι ενέργειες και του Δικαστηρίου πρέπει να κατατείνουν στην εξυπηρέτησή του. Η
ανάκτηση της (πλήρους) δικαιοπρακτικής ικανότητας από το πρόσωπο, κατ’ αρχήν
λειτουργεί προς το συμφέρον του, εκτός αν αποδεικνύεται με βεβαιότητα το
αντίθετο. Δημιουργείται συνεπώς, από τη
διάταξη του άρθ. 12 της ΔΣΔΑμεΑ νόμιμο (μαχητό) τεκμήριο υπέρ της
δικαιοπρακτικής ικανότητας κάθε ανθρώπου, δηλ. και εκείνου με αναπηρία, με μόνη
την ανθρώπινη ιδιότητά του. Σύμφωνα με το άρθ. 338 § 2 ΚΠολΔ «[ό]ταν ο νόμος
ορίζει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη ενός πραγματικού γεγονότος, επιτρέπεται
αντίθετη απόδειξη, αν δεν ορίζεται διαφορετικά». Εν προκειμένω, εφόσον υπάρχει
άνθρωπος (πραγματικό γεγονός Α) τεκμαίρεται ότι υπάρχει ικανότητα λήψης
αποφάσεων, και δηλ. δικαιοπρακτική ικανότητα (πραγματικό γεγονός Β). Συνεπώς
όποιος αντιλέγει, ισχυρίζεται δηλ. ότι το άτομο με αναπηρία δεν διαθέτει
ικανότητα λήψης αποφάσεων και, συνεπώς, δικαιοπραξίας, φέρει το βάρος απόδειξης
της μη ισχύος του τεκμηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εφόσον αυτό δεν
επιτευχθεί, ισχύει το νόμιμο τεκμήριο κατά το οποίο το άτομο με αναπηρία διαθέτει
ικανότητα λήψης αποφάσεων και συνεπώς δικαιοπραξίας.
Συνοψίζοντας:
Στη δίκη για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης θα πρέπει να αποδεικνύεται
ότι ο συμπαραστατούμενος εξακολουθεί να χρήζει δικαστικής συμπαράστασης. Αν
κάτι τέτοιο δεν αποδειχθεί, η δικαστική συμπαράσταση (πρέπει να) αίρεται, βάσει
του τεκμηρίου δικαιοπρακτικής ικανότητας. Σημειώνεται ότι και στην εκούσια
δικαιοδοσία ισχύει η αρχή της πλήρους απόδειξης ενώ δεν αρκεί η πιθανολόγηση.
VII. Η (νομολογιακή) αντιστροφή του τεκμηρίου
δικαιοπρακτικής ικανότητας
Η
επεξεργασία ζητημάτων δικαστικής συμπαράστασης, από το Ανώτατο Ακυρωτικό μας,
είναι πολλαπλώς σημαντική, ιδίως μετά την ένταξη στην εθνική μας νομοθεσία της
ΔΣΔΑμεΑ. Τέτοια περίπτωση αποτελεί η υπ’ αριθ. 429/2021 απόφαση του Αρείου
Πάγου· αξίζει, λοιπόν, να δούμε πώς προσεγγίζει και εφαρμόζει τις αρχές που
αναπτύχθηκαν παραπάνω, σε μια υπόθεση (αιτήματος) άρσης της δικαστικής
συμπαράστασης.
Η
απόφαση δέχεται σωστά, στη μείζονα πρότασή της, ότι «αν, παρά τη διαταραχή, δεν
υφίσταται εκ μέρους του πάσχοντος αδυναμία φροντίδας των υποθέσεών του, δεν
χωρεί δικαστική συμπαράσταση» στη συνέχεια, όμως, απομακρύνεται πλήρως από τη
θέση αυτή, απαιτώντας, για την άρση της δικαστικής συμπαράστασης, την πλήρη
ίαση του συμπαραστατούμενου. Ειδικότερα: Ο Άρειος Πάγος, στην εδώ σχολιαζόμενη
απόφασή του, υιοθετεί τη άποψη του Εφετείου η οποία συμπυκνώνεται, κατ’ ουσίαν,
στην πρόταση ότι η δικαστική συμπαράσταση αίρεται μόνο «με τη θεραπεία του
συμπαραστατούμενου από την ψυχική ή διανοητική διαταραχή, ...». Μάλιστα διαγιγνώσκει ότι η ψυχική υγεία του αιτούντος «έχει μεν βελτιωθεί σημαντικά, πλην όμως δεν έχει
αποκατασταθεί πλήρως.», αν και κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο στο νόμο.
Ακολούθως, αφού απαιτεί πλήρη βεβαιότητα ότι ο αιτών στο μέλλον θα λαμβάνει τη
αγωγή του, καταλήγει στο συμπέρασμα (μάλλον, βέβαια, πρόκειται περί εικασίας)
ότι «δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι η ψυχική υγεία του συμπαραστατούμενου
έχει σταθερά και μόνιμα αποκατασταθεί. ...».
Οι
παραπάνω παραδοχές του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίσκονται σε αντίθεση τόσο προς τα
διδάγματα της σύγχρονης επιστήμης της ψυχιατρικής, όσο όμως και της ερμηνείας
του δικαίου, όπως αναλύθηκαν προηγούμενα. Κατόπιν τούτων, είναι άξιο απορίας
πώς το Ακυρωτικό ήλεγξε την ορθή υπαγωγή αυτών των «περιστατικών» στην νομική
έννοια της (παρούσας) «ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής». Ειδικότερα, το
Εφετείο δέχτηκε ότι δεν αποδείχθηκε η πλήρης ίαση του συμπαραστατούμενου·
συνιστά, όμως, αυτό το, αναιρετικώς ανέλεγκτο δεδομένο, απόδειξη ότι συντρέχει
«ψυχική ή διανοητική διαταραχή»; Προφανώς εδώ υπάρχει ζήτημα με την υπαγωγή σ’
αυτή την νομική έννοια, πράγμα που αναιρετικώς αποτελεί σημείο ελέγχου της
ορθής εφαρμογής ουσιαστικού κανόνα δικαίου από το Εφετείο.
Η
απόφαση, περαιτέρω, συγχέει την ιατρική κατάσταση (πάθηση) που δημιουργεί
αναπηρία (ψυχική ή διανοητική) με το αποτέλεσμα αυτής (αδυναμία φροντίδας των
υποθέσεων). Φθάνει έτσι να θεωρεί ότι εφόσον εξακολουθεί η ψυχική διαταραχή,
τότε δικαιολογείται η συνέχιση της δικαστικής συμπαράστασης. Μια τέτοια όμως
νομική κατασκευή αντιβαίνει στο άρθ. 12 § 2 ΣΔΑμεΑ (ν. 4074/2012) αλλά και το
άρθ. 1685 ΑΚ (σε συνδυασμό με το άρθ. 1666 ΑΚ) στο μέτρο που θεωρείται ότι μόνη
της η έλλειψη θεραπείας/ίασης οδηγεί σε περιορισμό της δικαιοπρακτικής ικανότητας.
Με διαφορετικές λέξεις, συνδέεται αυτόματα η αναπηρία με τον περιορισμό της
δικαιοπρακτικής ικανότητας. Πρόκειται βέβαια για περίπτωση διάκρισης λόγω
αναπηρίας.
Ο
Άρειος Πάγος παραλείπει, εξάλλου, να ελέγξει τη συνδρομή της δεύτερης
προϋπόθεσης της δικαστικής συμπαράστασης: την αδυναμία αυτοφροντίδας. Ενώ,
δηλ., υιοθετεί τις διαπιστώσεις του Εφετείου, ως προς τη συνδρομή «ψυχικής ή
διανοητικής διαταραχής», δηλ. του πρώτου κριτηρίου του άρθ. 1666 ΑΚ, δεν
αναφέρει τίποτα για το δεύτερο, ούτε βέβαια αν η αδυναμία αυτοφροντίδας
αποδεικνύεται και με ποια αποδεικτικά μέσα. Το γεγονός ότι το αίτημα άρσης
υποβάλλεται τόσο από τον συμπαραστατούμενο όσο και από την συμπαραστάτριά του
δεν φαίνεται να λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Έτσι, όμως, η απόρριψη της αίτησης
άρσης της δικαστικής συμπαράστασης και η, ως εκ τούτου, επ’ αόριστο διατήρησή
της, φαίνεται αυθαίρετη και πάντως αθεμελίωτη με βάση το νόμο (ΑΚ και ΔΣΔΑμεΑ).
Η
απόφαση αυτή, επιπλέον, απέρριψε το αίτημα άρσης της δικαστικής συμπαράστασης,
στηριζόμενη, πλην των άλλων, σ’ ένα γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, όπως είναι
η συμπεριφορά του συμπαραστατούμενου. Ειδικότερα, θεωρεί ως λόγο διατήρησής του
προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση την πιθανότητα η ψυχική του υγεία να
επιδεινωθεί μελλοντικά, στην περίπτωση που αυτός σταματήσει να συμμορφώνεται με
τις υποδείξεις των ψυχιάτρων για λήψη ορισμένης φαρμακευτικής αγωγής. Η απόφαση
δηλ. προχωρεί σε «πρόβλεψη» του μέλλοντος, αν και η συνδρομή των προϋποθέσεων
της δικαστικής συμπαράστασης εξετάζεται με βάση την παρούσα κατάσταση του
προσώπου. Το σκεπτικό αυτό ερείδεται επί δύο μελλοντικών και αβέβαιων
προϋποθέσεων: αφενός τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, αφετέρου την, εξ
αυτής, επιδείνωση της ψυχικής υγείας. Όμως η δικαστική συμπαράσταση,
αυτονοήτως, επιβάλλεται και αίρεται βάσει της «παρούσας» κατάστασης του
προσώπου ενώ η προκείμενη απόφαση προχωρεί σε «πρόβλεψη» του μέλλοντος. Εξάλλου
η πιθανολόγηση για το μέλλον μιας επιδείνωσης της (ψυχικής) υγείας του ατόμου
οδηγεί στο αντιφατικό συμπέρασμα ότι πάντως στον παρόντα χρόνο δεν υφίσταται η
αναγκαία συνθήκη της ύπαρξης «ψυχικής διαταραχής», η οποία δικαιολογεί τη
διατήρηση της δικαστικής συμπαράστασης.
Επιπλέον,
το σκεπτικό της απόφασης φαίνεται ασύμβατο με την αρχή της αναλογικότητας,
καθώς ο περιορισμός θεμελιώδους δικαιώματος (εν προκειμένω: της δικαιοπρακτικής
ικανότητας) δικαιολογείται μόνο αν είναι αναγκαίος. Εδώ σφάλει λοιπόν η
απόφαση, καθώς από την απουσία ίασης συνάγει αυτόματα την αδυναμία φροντίδας
των υποθέσεων. Σ’ αυτή τη λογική, λογική ισόβιου αποκλεισμού θα μπορούσαμε να
την ονομάσουμε, τα άτομα που έχουν «ανίατη» ψυχική ή διανοητική διαταραχή θα
μένουν εφ’ όρου ζωής υπό δικαστική συμπαράσταση· τούτο μάλιστα ακόμα και αν
είναι σε κατάσταση πλήρους αντίληψης της περιουσίας τους, της προσωπικής τους
ζωής, των συμφερόντων τους και της στάθμισης αυτών.
Παράλληλα
η απόφαση αυτή ανατρέπει το τεκμήριο δικαιοπρακτικής ικανότητας, παραβλέποντας
το γεγονός ότι η στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας του ατόμου αποτελεί
σοβαρό περιορισμό ανθρώπινου δικαιώματος. Απαιτεί δηλ. απόδειξη (θεραπείας) ενώ
τις αμφιβολίες, από τη μη-απόδειξη, τις ερμηνεύει εις βάρος του
συμπαραστατούμενου. Η απόφαση εδώ ανατρέπει πλήρως τη θέση του ελάχιστου
περιορισμού (πρβλ. άρθ. 1676 § 3 ΑΚ) και της δικαιολόγησης της παράτασης, καθώς
θεωρεί την τελευταία ως δεδομένη. Η διακοπή της δικαστικής συμπαράστασης, δηλ.
η ανάκτηση ενός ανθρώπινου δικαιώματος, χρήζει, κατά την απόφαση, ιδιαίτερης
απόδειξης, ως προς την συνδρομή των όρων της. Υποβόσκει εδώ μια παρωχημένη
αντίληψη καταπιεστικού προστατευτισμού που φτάνει μέχρι τον αφορισμό: «μια φορά
ψυχικά ασθενής, πάντα συμπαραστατούμενος»!
Από
το κείμενο της απόφασης προκύπτει ότι αν και προσκομίστηκαν ενώπιον του
αρμόδιου δικαστηρίου δύο ψυχιατρικές γνωματεύσεις, οι οποίες υπερθεμάτιζαν την
άρση της δικαστικής συμπαράστασης («ο συμπαραστατούμενος είναι πλέον σε θέση να
επιμελείται του εαυτού του και των υποθέσεών του, να αντιλαμβάνεται τι τον
συμφέρει από απόψεως υγείας και να λαμβάνει αποφάσεις [.]»), η δικαστική κρίση
είναι αρνητική. Η κρίση αυτή εστιάζει αποκλειστικά στο τι δεν αποδεικνύεται
(από τις ιατρικές γνωματεύσεις) και όχι τι προκύπτει απ’ αυτές, δίνοντας
μάλιστα έμφαση στο γεγονός ότι δεν αποκλείουν τη μελλοντική επιδείνωση της
υγείας του συμπαραστατούμενου. Είναι όμως σαφές ότι οι ιατρικές κρίσεις, οι
οποίες στηρίζονται σε αποδείξεις (“evidence based medicine”) αφορούν την
παρούσα κατάσταση του ανθρώπου και όχι την μελλοντική, η οποία, εκ φύσεως,
είναι, κατά κανόνα, αβέβαιη. Μ’ άλλα λόγια στην απόφαση χρησιμοποιείται ένα
«τεκμήριο ασθένειας» και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό και είδος ώστε να τεκμαίρεται
η αδυναμία αυτομέριμνας, χωρίς μάλιστα να διαταχθούν περαιτέρω αποδείξεις,
εξουσία που διέθεταν τα Δικαστήρια βάσει του ανακριτικού συστήματος. Η στάση
αυτή παραπέμπει σε στερεότυπα για τον ψυχικά ασθενή, καθώς ζητούνται απ’ αυτόν
διασφαλίσεις και βεβαιότητες όχι για την ευχέρειά του να φροντίζει τις
υποθέσεις του αλλά, και αυτό είναι εξόχως προβληματικό, για την πλήρη ίασή
του..!
Στην
απόφασή του ο Άρειος Πάγος αναφέρεται, πέρα από την προστασία του
συμπαραστατούμενου, στην ανάγκη «να κατοχυρωθεί η ασφάλεια των τρίτων», στην
προστασία «των μετ’ αυτού συναλλαχθησομένων» ή, σε άλλο σημείο, ότι η δικαστική
συμπαράσταση είναι επιβεβλημένη «με γνώμονα το συμφέρον τούτου και την ασφάλεια
των συναλλαγών». Η παραδοχή αυτή, ότι δηλ. η δικαστική συμπαράσταση, έστω και
επικουρική, επιβάλλεται ή διατηρείται όχι από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του
συμπαραστατούμενου, αποκλειστικά, αλλά τρίτους, δεν συμβιβάζεται με τη διάταξη
του άρθ. 12 της ΔΣΔΑμεΑ, δηλ. κανόνα υπερνομοθετικής ισχύος.
Η
σύγχυση ως προς τη φύση και τη λειτουργία της δικαστικής συμπαράστασης
επιτείνεται καθώς η απόφαση «βλέπει» το θεσμό ως «υπεύθυνη, κατόπιν δικαστικής
αποφάσεως, επιμέλεια ξένων [υποθέσεων]». Όμως η «δικαστική επιμέλεια ξένων
υποθέσεων» αποτελεί διακριτό θεσμό στο αστικό μας δίκαιο (άρθ. 1689-1694 ΑΚ) με
δύο σημαντικές διαφορές ως προς τη δικαστική συμπαράσταση: αφορά μόνο την
περιουσία του προσώπου και, επιπλέον, δεν θίγει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα. Το πρόβλημα πάντως και εδώ είναι ότι η αρεοπαγιτική
απόφαση φαίνεται να βλέπει μια, κρίσιμη για την προσωπική κατάσταση του
ανθρώπου, υπόθεση ως απλή διευθέτηση της περιουσιακής του διαχείρισης.
Η
στάση του Ακυρωτικού μας είναι πραγματικά απογοητευτική· φαίνεται να μη
λαμβάνει υπόψη (παρ’ ότι αναφέρεται σ’ αυτήν) και, φυσικά, να μην εντάσσει στο
σκεπτικό του τη ΔΣΔΑμεΑ. Βέβαια αυτή η στάση δεν ξενίζει· είχε προηγηθεί η
μακροχρόνια νομολογιακή «επιφύλαξη» απέναντι στην ΕΣΔΑ. Μάλιστα, η πλημμέλεια
του Ακυρωτικού μας καθίσταται ακόμα σοβαρότερη καθότι στη συγκεκριμένη
περίπτωση θα ήταν δυνατή η «άμεση εφαρμογή» της Σύμβασης με συμπλήρωση,
διόρθωση ή κατάλληλη ερμηνεία των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Μια όχληση από
την Επιτροπή του ΟΗΕ φαίνεται εν προκειμένω αναγκαία ώστε να τύχει εφαρμογής το
ισχύον δίκαιο, δηλ. και η ΔΣΔΑμεΑ.
Συνολικά
αξιολογούμενη η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού μπορεί
να χαρακτηριστεί ως ένα
δείγμα παρωχημένων προσεγγίσεων για την ψυχική αναπηρία και τη θέση των ατόμων
με αναπηρία στην κοινωνία.
Κυρίως όμως η απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη αφού
αγνόησε πλήρως τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ
αλλά και αυτές τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, τις οποίες παρέλειψε να
ερμηνεύσει και να εφαρμόσει στην ουσία τους. Τέτοιες κρίσεις σίγουρα
εκθέτουν τη χώρα μας, ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών της με βάση το διεθνές
δίκαιο των δικαιωμάτων των ΑμεΑ.
VIII. Προς μια (αναγκαία) μεταρρύθμιση
Η
μεταρρύθμιση του Αστικού Κώδικα στο πεδίο της προστασίας των προσώπων ήταν το
1996, όταν τέθηκε σε ισχύ ο ν. 2477, πράγματι προοδευτική. Ωστόσο, κάποιες από
τις προσδοκίες της μεταρρύθμισης δεν επαληθεύτηκαν (π.χ. άρθ. 49-54: ίδρυση
ειδικής «Κοινωνικής Υπηρεσίας»). Κάποια άλλα προβλήματα από την εφαρμογή του
θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης αναφάνηκαν ιδιαίτερα έντονα στην πράξη. Ήδη
το 2011 η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) παρατηρούσε ότι
«στην περίπτωση του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης, για ακόμη μια φορά,
παρατηρείται το φαινόμενο μια κατ’ αρχήν θετικότερη σε σχέση με το παρελθόν
ρύθμιση..., να ακυρώνεται στην πράξη». Οι απογοητεύσεις από την «εφαρμογή» του
ν. 2447/1996 (μια τέτοια προσφέρει η ΑΠ 429/2021), οι μεταβολές στο διεθνές
θεσμικό στερέωμα και η ραγδαία αλλαγή της θέσης των ΑμεΑ, στο εσωτερικό μας
δίκαιο, δεν επιτρέπουν σήμερα την ίδια ευφορία για τον «προοδευτικό θεσμό της
δικαστικής συμπαράστασης». Ο αναστοχασμός είναι αναγκαίος.
Η
ισχύουσα ρύθμιση της δικαστικής συμπαράστασης φαίνεται πλέον αναντίστοιχη προς
τις εξελίξεις στο κοινωνικό πεδίο αλλά και τον θεσμικό περίγυρο. Σήμερα
κυριαρχεί η ανάπτυξη δημόσιων πολιτικών για τα ΑμεΑ με σκοπό τη διασφάλιση της
ουσιαστικά ισότιμης συμμετοχής τους στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό
γίγνεσθαι. Παράλληλα, το θεσμικό περιβάλλον είναι επίσης ολωσδιόλου
διαφορετικό: κατά πρώτον το άρθ. 25 § 6 Συντ.97, το οποίο προστέθηκε με την
αναθεώρηση του 2001, κατά δεύτερον η ΔΣΔΑμεΑ, η οποία κυρώθηκε το 2012 (με το
ν. 4074) και, τέλος, κατά τρίτον το άρθ. 26 του ΧΘΔΕΕ θέτουν ένα υψηλό επίπεδο
προστασίας των δικαιωμάτων και προαγωγής της αυτονομίας των ΑμεΑ. Ο Αστικός
Κώδικας οφείλει να είναι συμβατός μ’ αυτά τα θεσμικά κείμενα, ανώτερης
-άλλωστε- τυπικής ισχύος. Συνεπώς ο αναπροσανατολισμός της δικαστικής
συμπαράστασης προς την κατεύθυνση του αυτοκαθορισμού του προσώπου και η
απομάκρυνση από πατερναλιστικές προσεγγίσεις φαίνεται πια να απηχεί μια διεθνώς
ισχυρή θεσμική παραδοχή. Στη χώρα μας, η νομοθετική μετακίνηση της δικαστικής
συμπαράστασης από το μοντέλο της προστασίας στο μοντέλο της αυτονομίας φαίνεται
πια αναγκαία. Εν τω μεταξύ όμως μια ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του
Αστικού Κώδικα «φιλική», δηλ. σε συμφωνία, προς την ΔΣΔΑμεΑ είναι απολύτως
επιβεβλημένη. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθ. 1685 ΑΚ, φιλική προς το άρθ. 12 της
Σύμβασης, αφορά, βέβαια, όχι μόνο την κήρυξη αλλά και την άρση της δικαστικής
συμπαράστασης· όταν ζητείται θα πρέπει να γίνεται δεκτή, εκτός αν αποδεικνύεται
ότι είναι (απολύτως) αναγκαία η συνέχισή της δικαστικής συμπαράστασης.
_____________
Εδώ η ΑΠ 429/2021